τσαγκός

τσαγκός
Νησιά του Ινδικού ωκεανού, στα νότια των Μαλδίβων. Πολιτικά ανήκουν στη Μεγάλη Βρετανία μαζί με πολλά άλλα μικρά νησιά που βρίσκονται κοντά στις αφρικανικές ακτές. Πρόκειται για κοραλλιογενείς σχηματισμούς πάνω στην υφαλοκρηπίδα των Μαλδίβων. Τα σπουδαιότερα ονομάζονται Αντάμπρα, Φάρκιουερ και Ντεράλ. Τα νησιά που βρίσκονται ανάμεσα σε 4°40’ και 7°40’ βόρεια, έχουν ζεστό και υγρό κλίμα. Η σπουδαιότερη οικονομική πηγή των κατοίκων είναι το φοινικέλαιο. Παλαιότερα τα νησιά ανήκαν στη Γαλλία, αλλά παραχωρήθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία το 1814. Ο πληθυσμός τους φτάνει τα 1.000 άτομα σε μιαν έκταση 50 τ.χλμ. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι ιθαγενείς, υπάρχουν όμως και μερικοί Άγγλοι και Γάλλοι. Ο μεγαλύτερος αριθμός ζει στο νησί Ντιέγκο Γκαρθία.
* * *
-ή, -ό, Ν
βλ. ταγγός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσαγκός — ή, ό 1. ταγκός (βλ. λ.). 2. άνθρωπος δύστροπος, δύσκολος, ασυμβίβαστος: Δεν τον κάνω παρέα, είναι τσαγκός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βρετανικό Έδαφος του Ινδικού Ωκεανού — (British Indian Ocean Territory). Αρχιπέλαγος (220 τ. χλμ., περ. 1.500 κάτ.) του Ινδικού ωκεανού, ΒΑ του Μαυρικίου. Το Β.Ε. του Ι.Ω. αποτελεί βρετανική αποικία από τις 10 Νοεμβρίου 1965, αν και σήμερα αποτελεί αμφισβητούμενο έδαφος (με αξιώσεις… …   Dictionary of Greek

  • ταγγάδα — και ταγκάδα και τσαγγάδα και τσαγκάδα, η, Ν 1. η ιδιότητα τού ταγγού 2. τάγγιση 3. συνεκδ. η δυσάρεστη οσμή και γεύση που προέρχεται από την αλλοίωση τροφίμων τα οποία περιέχουν λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός / τσαγκός + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ… …   Dictionary of Greek

  • ταγγός — ή, ό / ταγγός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταγκός και τσαγγός και τσαγκός Ν 1. (για τρόφ.) αυτός που έχει υποστεί τάγγιση, που έχει αλλοιωθεί και έχει προσλάβει δυσάρεστη οσμή και γεύση 2. το θηλ. ως ουσ. η ταγγή βλ. ταγγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τής λ …   Dictionary of Greek

  • τσαγγός — και τσαγκός, ή, ό, Ν βλ. ταγγός …   Dictionary of Greek

  • ατόλες — Νησιά με μορφή δακτυλίου που περικλείουν μια λιμνοθάλασσα, της οποίας η διάμετρος μπορεί να φτάσει τα 60 70 μ. Μεταξύ των σχηματισμών της γήινης επιφάνειας, που είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής δράσης των κοραλλιών ή ανθοζώων, οι α. είναι οι πιο …   Dictionary of Greek

  • Ινδικός ωκεανός — Ο τρίτος σε έκταση (73.427.000 τ. χλμ.) ωκεανός, μετά τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Αντίθετα από τους άλλους δύο, ο Ι.ω. δεν παρουσιάζει πολλούς βραχίονες. Εκτείνεται από τη νότια Ασία μέχρι την Ανταρκτική και από την ανατολική Αφρική μέχρι τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”