τσαγκός — ή, ό 1. ταγκός (βλ. λ.). 2. άνθρωπος δύστροπος, δύσκολος, ασυμβίβαστος: Δεν τον κάνω παρέα, είναι τσαγκός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βρετανικό Έδαφος του Ινδικού Ωκεανού — (British Indian Ocean Territory). Αρχιπέλαγος (220 τ. χλμ., περ. 1.500 κάτ.) του Ινδικού ωκεανού, ΒΑ του Μαυρικίου. Το Β.Ε. του Ι.Ω. αποτελεί βρετανική αποικία από τις 10 Νοεμβρίου 1965, αν και σήμερα αποτελεί αμφισβητούμενο έδαφος (με αξιώσεις… … Dictionary of Greek
ταγγάδα — και ταγκάδα και τσαγγάδα και τσαγκάδα, η, Ν 1. η ιδιότητα τού ταγγού 2. τάγγιση 3. συνεκδ. η δυσάρεστη οσμή και γεύση που προέρχεται από την αλλοίωση τροφίμων τα οποία περιέχουν λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός / τσαγκός + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ… … Dictionary of Greek
ταγγός — ή, ό / ταγγός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταγκός και τσαγγός και τσαγκός Ν 1. (για τρόφ.) αυτός που έχει υποστεί τάγγιση, που έχει αλλοιωθεί και έχει προσλάβει δυσάρεστη οσμή και γεύση 2. το θηλ. ως ουσ. η ταγγή βλ. ταγγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τής λ … Dictionary of Greek
τσαγγός — και τσαγκός, ή, ό, Ν βλ. ταγγός … Dictionary of Greek
ατόλες — Νησιά με μορφή δακτυλίου που περικλείουν μια λιμνοθάλασσα, της οποίας η διάμετρος μπορεί να φτάσει τα 60 70 μ. Μεταξύ των σχηματισμών της γήινης επιφάνειας, που είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής δράσης των κοραλλιών ή ανθοζώων, οι α. είναι οι πιο … Dictionary of Greek
Ινδικός ωκεανός — Ο τρίτος σε έκταση (73.427.000 τ. χλμ.) ωκεανός, μετά τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Αντίθετα από τους άλλους δύο, ο Ι.ω. δεν παρουσιάζει πολλούς βραχίονες. Εκτείνεται από τη νότια Ασία μέχρι την Ανταρκτική και από την ανατολική Αφρική μέχρι τη… … Dictionary of Greek